ιδιοποιούμαι

ιδιοποιούμαι
ιδιοποιούμαι, ιδιοποιήθηκα βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδιοποιούμαι — ιδιοποιήθηκα, κάνω δικό μου κάτι που ανήκει σ άλλον: Ιδιοποιήθηκε τα προϊόντα του μόχθου των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιοποιοῦμαι — ἰδιοποιέω make separately pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανοσφίζομαι — Μ σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νοσφίζομαι «ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • διαρπάζω — (AM διαρπάζω) 1. αρπάζω διά τής βίας πράγματα που ανήκουν σε άλλους, λαφυραγωγώ, λεηλατώ 2. ιδιοποιούμαι ξένο πράγμα αρχ. 1. ξεσχίζω, κατακόβω, τεμαχίζω 2. (για άνεμο) παρασύρω …   Dictionary of Greek

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • εξιδιάζει — (AM ἐξιδιάζομαι Μ και έξιδιάζω) νεοελλ. απρόσ. εξιδιάζει 1. αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα 2. αρμόζει αρχ. μσν. έξιδιάζομαι σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι μσν. έξιδιάζω έχω εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα, δεν μοιάζω με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδιάζω… …   Dictionary of Greek

  • επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοποιώ — (ΑΜ ἰδιοποιῶ, έω) [ιδιοποιός] μέσ. ιδιοποιούμαι, έομαι κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι μσν. αρχ. αξιώνω, απαιτώ κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”